- λαγώφθαλμος
- -η, -ο (Α λαγώφθαλμος, -ον)βλ. λαγόφθαλμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγώφθαλμος — hare eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωφθάλμων — λαγώφθαλμος hare eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγώφθαλμοι — λαγώφθαλμος hare eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek